- συρριζωθείς
- συρριζόομαιto have the roots unitedaor part mp masc nom/voc sgσυρριζόομαιto have the roots unitedaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρριζούμαι — όομαι, και σπαν. ενεργ. συρριζῶ, όω, ΜΑ [συρριζος] (κυριολ. και μτφ.) ενισχύομαι με στερεές ρίζες («οὗτος ὁ φόβος συρριζωθεὶς μεγάλα ἐργάζεται ἀγαθά», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. έχω ενωμένες τις ρίζες με κάποιον 2. ενεργ. μτφ. α) εμφυτεύω β)… … Dictionary of Greek